Plant Protection
Εγκατάσταση της εφαρμογής για Android Εγκατάσταση της εφαρμογής iPhone / iPad Εγκατάσταση της εφαρμογής για Windows PC / Laptop Εφαρμογή για Chrome Βρείτε μας στο Facebook
Για να δείτε περισσοτερες πληροφοριες για το κάθε λίπασμα, δημιουργήσετε μια συνδρομή.

Φιστικιά: Οι κυριότεροι εχθροί και ασθενείς

Περιεχόμενα:

  
Καμαροσπόριο

Θεωρείται ως η σοβαρότερη ασθένεια της φιστικιάς, λόγω της μεγάλης ζημιάς που προκαλεί, αλλά και διότι δεν υπάρχει αποτελεσματικός τρόπος καταπολέμησής της. Το ;παθογόνο στα φύλλα προσβάλλει το κεντρικό νεύρο, αλλά και δευτερεύοντα, με αποτέλεσμα την ξήρανση και τη στιγμάτωση τμημάτων του ελάσματος. Στις ταξικαρπίες παρατηρείται προσβολή είτε μεμονωμένων καρπών, είτε προσβολή της ράχης και των δευτερευόντων αξόνων. Η
προσβολή των καρπών μπορεί να είναι άμεση, οπότε στην επιφάνειά τους σχηματίζονται μικρές καστανόμαυρες κηλίδες. Συνήθως, όμως, η προσβολή είναι έμμεση, δηλ. ο παθογόνος μύκητας προχωρεί στον καρπό από τον άξονα μέσω του ποδίσκου. Τελικώς, τα προσβεβλημένα μέρη σταδιακά μαυρίζουν και ξηραίνονται, καθώς και το τμήμα της ταξικαρπίας κάτω από το σημείο της προσβολής.
 

Προσβολή, διατήρηση και διάδοση: Για την απελευθέρωση και τη βλάστηση των σπορείων απαιτείται νερό ή υψηλότατη σχετική υγρασία (93%). Ο μύκητας είναι θερμόφιλος και αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες από 6 - 35οC, με άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης τους 30οC. [1]

Προσβαλλόμενα όργανα
  • Μάϊος
    • Νεκροί οφθαλμοί, Νεκρές ταξικαρπίες και καρποί, Νεκρές άρρενες ταξιανθίες
  • Ιούνιος - Ιούλιος
    • Επιμήκεις κηλίδες στο κύριο νεύρο των φύλλων.
    • Μικρές νεκρωτικές κηλίδες τα φύλλα. Αργότερα μεγαλώνουν γίνονται καστανές και εμφανίζουν χλωρωτικά αλώνια και τελικά νεκρά φύλλα, νεκρές ράχες σε ταξικαρπίες.
    • Κηλίδες στους καρπούς.
    • Νεκροί βλαστοί με πολλούς μίσχους των φύλλων προσκολλημένους αλλά ελάχιστα ελάσματα να παραμένουν ενωμένοι με τους μίσχους των με καρποφορίες του παθογόνου Neofusicoccum sp.
    • Έλκη σε βλαστούς ή βραχίονες διαφόρων ηλικιών[5]
Καταπολέμηση: Θα πρέπει να γίνει συλλογή και καταστροφή των προσβεβλημένων οργάνων μετά τη συλλογή του καρπού.
Για να περιοριστεί η ασθένεια θα πρέπει να συμπληρωθεί το παραπάνω μέτρο με χημική καταπολέμηση.
Παράλληλα συνιστάται η καταπολέμηση του σκόρου (Palumbina guerinii), αλλά και γενικώς όλων των εντόμων που πληγώνουν τους καρπούς.[1]
  

Σεπτοριώσεις
(Κηλιδώσεις φύλλων)

Συμπτώματα: Οι κηλιδώσεις των φύλλων προκαλούνται από τα είδη του μυκητα Septoria spp. Ο μύκητας S. Pistaciae Desm, προκαλεί  πολυάριθμες, υποστρόγγυλες, καστανές κηλίδες διαμέτρου 0,5 - 1,5 mm και στις δύο επιφάνεις του φύλου, που φέρουν μικρά μαύρα στίγματα, τα οποία είναι οι καρποφορίες του μύκητα. Ο μύκητας S. Pistacina Allescher σχηματίζει και στις δύο επιφάνειες του φύλλου νεκρωτικές κηλίδες καστανού σκούρου χρώματος, διαμέτρου 1 mm. Οι κηλίδες μεγαλώνουν, φθάνουν σε διάμετρο 2,5 mm και γίνονται γωνιώδης καθώς περιορίζονται από τις λεπτές νεκρώσεις των φύλλων. Στο κέντρο των κηλίδων εμφανίζονται στην αρχή ένα και αργότερα περισσότερα μαύρα στίγματα.[3][4] Αποτέλεσμα της προσβολής είναι πρόωρη φυλλόπτωση με συνέπεια την εξασθένηση των δένδρων και τελικώς την δευτερογενή προσβολή τους από πληθυσμούς σκολυτών (Acrantus vestitus). Σε ισχυρές προσβολές ο S.pistacina προσβάλλει και τους καρπούς.
 

Προσβολή, διατήρηση και διάδοση: Η μόλυνση των φύλλων γίνεται από τα στομάτια. Οι μύκητες S. pistacina και S. pistaciarum έχουν όμοιο βιολογικό κύκλο και διαχειμάζουν μέσα στα πεσμένα στο έδαφος φύλλα. Οι πρωταρχικές μολύνσεις προέρχονται από τα ασκοσπόρια, τα οποία ελευθερώνονται κατά τη διάρκεια βροχής ή μετά τη βροχή, από τις αρχές Απριλίου μέχρι και το τέλος του Μαΐου. Οι δευτερογενείς μολύνσεις προέρχονται από πυκνιδιοσπόρια τα οποία ελευθερώνονται και διασπείρονται με τη βροχή. Τέτοιες μολύνσεις μπορεί να συνεχιστούν μέχρι και την πτώση των φύλλων, εφόσον επικρατούν κατάλληλες καιρικές συνθήκες (βροχερός καιρός).

Καταπολέμηση: Η καταπολέμηση των σεπτοριώσεων την εποχή αυτή βασίζεται σε προληπτικούς ψεκασμούς με μυκητοκτόνα.
Συστήνεται ένας πρώτος ψεκασμός σε αυτό το βλαστικό στάδιο, με ένα κατάλληλο και εγκεκριμένο για την καλλιέργεια μυκητοκτόνο, μόνο σε δενδροκομεία  φιστικιάς με σοβαρές προσβολές από τους μύκητες κατά το προηγούμενο έτος. Συνιστάται η αποφυγή των χαλκούχων σκευασμάτων στο στάδιο αυτό και γενικά όταν ο καρπός είναι μικρός, διότι εφόσον υπάρχει υγρασία, μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα φυτοτοξικότητας.[1]

  
Σκωρίαση

Προσβαλλόμενα όργανα: Άνθη, Νεαρές ταξιανθίες, Ράχεις των ταξιανθιών, Μικροί καρποί, κυρίως Φύλλα, Καρποί 
 
Συμπτώματα: Ο παθογόνος μύκητας Pileolaria terebinthi προσβάλλει κυρίως τα φύλλα και σε σοβαρές προσβολές μπορεί να προκληθεί μεγάλης έκτασης φυλλόπτωση, με συνέπεια την εξασθένηση των δένδρων. Ωστόσο, ο μύκητας προσβάλλει επίσης τα άνθη, τις ράχες των ανθοταξιών, τους τρυφερούς βλαστούς, αλλά και τους καρπούς, τους οποίους παραμορφώνει και καταστρέφει. Το παθογόνο διαχειμάζει πάνω στα πεσμένα φύλλα με τη μορφή τελειοσπορείων, τα οποία την άνοιξη βλαστάνουν και παράγουν βασίδια, τα βασιδιοσπόρια των οποίων προκαλούν τις πρωταρχικές μολύνσεις στη νεαρή βλάστηση.
 


Καταπολέμηση: Σε δενδροκομεία φιστικιάς με σημαντική προσβολή κατά το προηγούμενο έτος και ιδίως όταν επικρατεί βροχερός και υγρός καιρός, συστήνεται ψεκασμός με κατάλληλο και εγκεκριμένο για την καλλιέργεια μυκητοκτόνο. Στο στάδιο αυτό δεν συνιστώνται τα χαλκούχα μυκητοκτόνα, διότι μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα φυτοτοξικότητας.[1]

  
Βερτισιλλίωση

Συμπτώματα: Οι αδρομυκώσεις εξελίσσονται αργά και προσβάλλουν τα αγγεία των δένδρων προκαλώντας μαρασμό και αποξήρανση κλάδων ή ολόκληρου του δένδρου. Tα συμπτώματα εκδηλώνονται μονόπλευρα, στη μια πλευρά των προσβεβλημένων οργάνων (ημιπληγία). Αργότερα, προχωρεί συνήθως και στην άλλη. Η προσβολή εμφανίζεται με μαρασμό κλαδιών και βραχιόνων και χλώρωση των φύλλων, πρώτα στα κατώτερα και έπειτα στα ανώτερα φύλλα των προσβεβλημένων κλάδων.
 

Προσβολή, διατήρηση και διάδοση: Οι βερτισιλλιώσεις είναι εδαφογενείς ασθένειες που οφείλονται σε μύκητες του γένους Verticillium.  O μύκητας Verticillium dahliae ευνοείται από μέσες θερμοκρασίες, ενώ ο Verticillium alboatrum είναι περισσότερο διαδεδομένος σε περιοχές με υγρό και ψυχρό κλίμα. Το παθογόνο επιβιώνει κυρίως με τα μικροσκληρώτια, αλλά και σαν μυκήλιο και σπόρια (κονίδια) στα προσβεβλημένα υπολείμματα των καλλιεργειών και διατηρείται στο έδαφος για πολλά χρόνια (8 - 14). Ένας άλλος τρόπος διαιωνίσεώς τους είναι τα διάφορα ζιζάνια - ξενιστές. Τα παθογόνα διασπείρονται με το νερό, τα υπολείμματα της καλλιέργειας, τα ζιζάνια και με το έδαφος το οποίο μεταφέρεται με τα εργαλεία ή τις καλλιεργητικές μηχανές. Σε μεγάλες αποστάσεις η μεταφορά τους γίνεται με μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό. Οι μύκητες μολύνουν από τη ρίζα και εγκαθίστανται στα αγγεία του ξύλου, όπου με μικροσκοπική εξέταση μπορούν να διακριθούν οι υφές του μυκηλίου και τα σπόριά του (κονίδια).

Καταπολέμηση:  Προληπτικά συνιστάται εγκατάσταση των δένδρων μακριά από χωράφια όπου καλλιεργούνται ετήσια φυτά ευαίσθητα στις αδρομυκώσεις και σε εδάφη απαλλαγμένα από μολύσματα (π.χ. με ηλιοαπολύμανση). Επίσης, θα πρέπει να χρησιμοποιείται υγιές πολλαπλασιαστικό υλικό και ανθεκτικές ποικιλίες ή υποκείμενα. Θα πρέπει να αποφεύγεται η συγκαλλιέργεια των δένδρων με ευπαθή ετήσια φυτά (π.χ. βαμβάκι). Η άρδευση των δένδρων δεν θα πρέπει να γίνεται με αυλάκια διότι τα μολύσματα μεταφέρονται με το νερό στα υγιή δένδρα. Επίσης συνιστάται να γίνεται επιμελής ζιζανιοκτονία με χημικά μέσα, έτσι ώστε να αποφεύγονται πληγές στο ριζικό σύστημα των δένδρων.
Κατασταλτικά συνιστάται ξερίζωμα των προσβεβλημένων δένδρων, κάψιμό τους και απολύμανση του χώρου που καταλάμβανε η προσβεβλημένη ριζόσφαιρα.[3][4]

  
Φυτοφθόρα

Συμπτώματα: Τα προσβεβλημένα δένδρα παρουσιάζουν χλώρωση των φύλλων, περιορισμένη βλάστηση και συχνά μέχρι την τελική ξήρανση, έντονη καρποφορία. Τα συμπτώματα αυτά στην αρχή μπορεί να παρουσιάζονται σε μερικούς μόνον κλάδους, αργότερα όμως επεκτείνονται σε ολόκληρη την κόμη. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι η άφθονη έκκριση κόμμεος χαμηλά στον κορμό πάνω από το σημείο εμβολιασμού. Το κόμμι ποτίζει τον φλοιό και αν είναι άφθονο μπορεί να απλωθεί και στο χώμα γύρω από τη βάση του δένδρου. Στο αλλοιωμένο μέρος του κορμού το κάμβιο είναι μαύρο, και ποτισμένο με κόμμι. Ο μεταχρωματισμός αυτός παρατηρείται και στην επιφάνεια του ξύλου χωρίς όμως να επεκτείνεται στο εσωτερικό του. Η αλλοίωση του καμβίου σταματάει στο σημείο του εμβολιασμού και δεν προχωρεί στο υποκείμενο. Όταν η προσβολή περιβάλλει ολόκληρη την περιφέρεια του κορμού το δένδρο ξηραίνεται απότομα μέσα σε μία ή δύο μέρες και το φύλλωμα παραμένει ξηραμένο πάνω σε αυτό (αποπληξία). Συχνά μετά τη ξήρανση του δένδρου παρατηρείται αναβλάστηση του υποκειμένου. Η ασθένεια διακρίνεται από τις σηψιρριζίες γιατί η ρίζα παραμένει υγιής, χωρίς εμφάνιση σήψης και μυκηλιακών πλακών.
 

Προσβολή, διατήρηση και διάδοση: Οι μύκητες αυτοί έχουν ανάγκη από νερό για τον σχηματισμό και την βλάστηση των σπορίων, τη μεταφορά των μολυσμάτων και τη διαδικασία της μόλυνσης. Για το λόγο αυτό οι ασθένειες παρουσιάζονται σε υγρά εδάφη, σε χρονιές πολλών βροχοπτώσεων και σε αρδευόμενα δενδροκομεία. Μολύνουν κυρίως από πληγές στον κορμό που προκαλούνται από καλλιεργητικές επεμβάσεις κοντά στη βάση του δένδρου ή από το σημείο εμβολιασμού, όταν αυτό είναι σε μικρή απόσταση από το έδαφος.

Καταπολέμηση:  Το ασβέστωμα του κορμού κατά τον Απρίλιο με Μάϊο μήνα, με πυκνό διάλυμα βορδιγαλείου πολτού, περιορίζει σημαντικά την εκδήλωση της ασθένειας. Πάντως τα κυριότερα προληπτικά μέτρα, για να αποφύγουμε την εμφάνισή της φυτόφθορας είναι να μπολιάζουμε ψηλά τα δενδρύλλια (40cm τουλάχιστον πάνω από το έδαφος), να μη φυτεύουμε βαθιά τα δενδρύλλια, να χρησιμοποιούμε ανθεκτικά υποκείμενα, όπως της τερεβιθιάς και της τσικουδιάς, αποφεύγοντας το αυτόρριζο της ήμερης φιστικιάς, που είναι ευαίσθητο, καί τέλος να αποφεύγουμε τα τραύματα στο κορμό των δένδρων, ιδιαίτερα κοντά στό έδαφος.[3][4]

  
Βοτρύτης

Ο μυκητας Botrytis cinerea (τέλεια μορφή: Botryotinia fuckeliana) προκαλεί κυρίως μετασυλλεκτική ασθένεια, λόγο του ότι καρποί μολύνονται κατά την διάρκεια ανάπτυξής τους πάνω στο δέντρο ενώ τα συμπτώματα εμφανίζονται αργότερα κατά την αποθήκευση.

Συμπτώματα: Οι προσβεβλημένοι καρποί εμφανίζουν αρχικά μία μικρή ξηρή καστανή κηλίδα στο σημείο που έγινε η μόλυνση. Πολλές φορές, ανάλογα με τις συνθήκες διατήρησης και τον βαθμό ωρίμανσης των καρπών, τα συμπτώματα από την προσβολή εκδηλώνονται στην αποθήκη με την μορφή σχετικά μαλακής καστανής σήψης. Χαρακτηριστική επίσης είναι και η οσμή "ζύμωσης" που εκπέμπεται. Σε ευνοϊκές συνθήκες (υψηλής σχετικής υγρασίας) εμφανίζεται και η χαρακτηριστική γκρίζα μούχλα (καρποφορίες και σπόρια του μύκητα) στις προσβεβλημένες περιοχές.

Προσβολή, διατήρηση και διάδοση: To παθογόνο επιβιώνει επάνω στους νεκρούς φυτικούς ιστούς, στους προσβεβλημένους φυτικούς ιστούς καθώς επίσης και με τα σκληρώτιά του (σπορια). Η υψηλή σχετική υγρασία είναι μια βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ασθένειας, ο μύκητας μπορεί να αναπτυχθεί σε μεγάλο θερμοκρασιακό εύρος.

Καταπολέμηση:  Θα πρεπει η συγκομιδή των καρπών να γίνεται με ξηρό καιρό και να αποφεύγονται οι τραυματισμοί τους κατά την διάρκεια του χειρισμού τους μέχρι την αποθήκευση.[3][4]


  
Μύκητες ξύλου

Η Ευτυπίωση (Eutypa lata) είναι μυκητολογική ασθένεια η οποία προκαλεί σταδιακή νέκρωση του ξύλου. Το παθογόνο εισέρχεται στον ξενιστή από πληγές και κυρίως νωπές τομές κλαδέματος.
Προκαλεί ξηράνσεις κλάδων ανάλογες με εκείνες που προκαλεί η βερτισιλλίωση και σκουρόχρωμο μεταχρωματισμό του ξύλου. Είναι μία ασθένεια με βραδεία εξέλιξη, η οποία παρά τον ευρύτατο κύκλο ξενιστών, μέχρι σήμερα δεν έχει αποτελέσει σημαντικό κίνδυνο για την φιστικιά.[1]
Ευτυπίωση (Eutypa lata)

Η Σήψη ξύλου (Phelinus rimosus) ειναι μυκητολογική ασθένεια γήρατος, η οποία προσβάλει μόνο τα δένδρα μεγάλης ηλικίας. Ο παθογόνος βασιδιομύκητας μολύνει μέσω πληγών, προκαλεί συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της ευτυπίωσης.
Χαρακτηριστικό της ασθένειας είναι οι καρποφορίες του μύκητα στην επιφάνεια του προσβεβλημένου ξύλου. Είναι ασθένεια ιδιαίτερα καταστροφική σε ηλικιωμένα δενδροκομεία φυστικιάς, στα οποία έγινε κλάδεμα ανανέωσης.

Καταπολέμηση: Για την αντιμετώπιση αυτών των καταστρεπτικών μυκητολογικών ασθενειών συνιστώνται μέτρα προληπτικά και κυρίως καλλιεργητικά όπως:
  • Tο κλάδεμα να γίνεται οπωσδήποτε με ξηρό καιρό, προκειμένου να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος μόλυνσης των τομών κλαδέματος από μύκητες του ξύλου
  • Tα δένδρα με εμφανή συμπτώματα προσβολής να κλαδεύονται τελευταία. Η αφαίρεση των προσβεβλημένων τμημάτων πρέπει να γίνεται με διαδοχικά κοψίματα, μέχρι η τελική τομή να εμφανιστεί φυσιολογική, χωρίς καστανούς μεταχρωματισμούς και άλλες αλλοιώσεις. Ξερά δένδρα να εκριζώνονται άμεσα και να καίγονται,
  • Άμεση απομάκρυνση όλων των ξερών κλάδων, αλλά και όσων έχουν αφαιρεθεί κατά το κλάδεμα, καθώς και των καρποφοριών του μύκητα της σήψης του ξύλου. Το μέτρο αυτό πρέπει να εφαρμόζεται από όλους τους καλλιεργητές μίας περιοχής,
  • Αποφυγή πολλών και μεγάλων τομών κλαδέματος κοντά στον κορμό ή στη διακλάδωση των βραχιόνων, καθώς και οριζοντίων τομών που συγκρατούν νερό.
  • Απολύμανση των τομών κλαδέματος αμέσως μετά το κλάδεμα με μυκητοκτόνο και αμέσως μετά κάλυψη με μία πάστα προστατευτική πληγών,
  • Το πολ/κό υλικό πρέπει να είναι υγιές και απαλλαγμένο από λανθάνουσα προσβολή.[1]

  
Σηψιρριζίες

Οι προσβολές απο το μυκητα Armillaria, δημιουργούν συνήθως νεκρώσεις δένδρων κατά ομάδες, αν και σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρούνται και νεκρά μεμονωμένα δένδρα διάσπαρτα στις συστάδες. Η προσβολή επεκτείνεται στα γειτονικά δένδρα με επαφή μεταξύ των ριζών. Η διαδικασία αυτή εξελίσσεται με βραδύ ρυθμό και απαιτούνται αρκετά χρόνια για την προσβολή και νέκρωση ενός δένδρου.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα των μυκήτων του γένους Armillaria είναι τα ριζόμορφα. Αυτά μοιάζουν με ριζίδια, είναι κυλινδρικά διαμέτρου 1-4 mm, με χρώμα καστανό έως μαύρο. Τα ριζόμορφα είναι υπόφλοια μεταξύ φλοιού και ξύλου ή επιφυτικά, στον εξωτερικό φλοιό των ριζών και μπορεί να αυξάνονται ελεύθερα στο έδαφος, έχοντας τη δυνατότητα να προσβάλλουν τις ρίζες γειτονικών δένδρων.
Το πιο χαρακτηριστικό διαγνωστικό σημείο προσβολής των ειδών Armillaria είναι τα βασιδιοκάρπια (μανιτάρια) τα οποία εμφανίζονται συνήθως κατά δέσμες στη βάση νεκρών και ασθενών δένδρων ή πρέμνων. Αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων ειδών Armillaria. 'Εχουν πίλο με χρώμα κιτρινοκαστανό έως ρόδινο και μακρύ στύπο. Τα βασιδιοκάρπια εμφανίζονται το φθινόπωρο εάν υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας.[3][4]

  
Ψύλλα

Διαχειμάζει ως ενήλικο σε ρωγμές του φλοιού, κάτω από πεσμένα φύλλα και σε άλλες προφυλαγμένες θέσεις. Συμπληρώνει 4-5 γενεές ανά έτος. Σε περιπτώσεις πυκνών πληθυσμών, η έντονη μύζηση χυμών και η ανάπτυξη καπνιάς μπορεί να εξασθενήσουν τα δένδρα και να επηρεάσουν την παραγωγή του επόμενου έτους.Εμφανίζεται από τα μέσα Ιουλίου με μέγιστο στο τέλος Σεπτεμβρίου όπου 50% των νυμφών είναι παρασιτισμένες. Διαχειμάζει εντός παρασιτισμένων νυμφών στα πεσμένα φύλλα.[3][4]
 

Ψύλλα

Ευρύτομο

  
Ευρύτομο

Η ζημιά στην παραγωγή από το έντομο Eurytoma plotnikovi μπορεί να φτάσει και το 95%. Διαχειμάζει ως ώριμη προνύμφη μέσα σε μουμιοποιημένους καρπούς πάνω στο δένδρο ή πάνω στο έδαφος. Τα ακμαία εμφανίζονται το δεύτερο δεκαήμερο του Μαΐου, με αιχμή εξόδου περί τα τέλη Μαΐου-αρχές Ιουνίου. Η έξοδος των ακμαίων συνεχίζεται μέχρι το τέλος Ιουνίου. Σε ποσοστό πάνω από 96% αυτά είναι θηλυκά. Η εναπόθεση των ωών αρχίζει 2-3 μέρες μετά την έξοδο. Το θηλυκό εισάγει τον ωοθέτη στην εσωτερική επιφάνεια του ενδοκαρπίου. Η ωοτοκία συνεχίζεται μέχρι την ξυλοποίηση του ενδοκαρπίου, η οποία συντελείται περί το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου. Οι νεαρές προνύμφες εκκολάπτονται 2-3 ημέρες μετά την εναπόθεση των ωών και αρχικά τρέφονται από το ενδοκάρπιο και αργότερα από το σπέρμα, το οποίο καταστρέφουν. Περί το τέλος Ιουλίου-αρχές Αυγούστου οι προνύμφες έχουν αναπτυχθεί πλήρως και εισέρχονται σε διάπαυση. Οι προσβεβλημένοι καρποί παρουσιάζουν έναν καστανό μεταχρωματισμό στην κορυφή τους, ο οποίος εμφανίζεται σε εναλλασσόμενες ζώνες, δίνοντας την εντύπωση της μυκητολογικής προσβολής. Αργότερα η κορυφή του καρπού παίρνει μαύρο χρώμα, θυμίζοντας τη μη παρασιτική ασθένεια «νέκρωση της κορυφής του καρπού».[1]

Καταπολέμηση: Βασικό μέτρο για την αντιμετώπιση του ευρυτόμου είναι η επιμελής συλλογή και η καταστροφή τους με κάψιμο, όλων των καρπών που μετά την συγκομιδή έχουν παραμείνει πάνω στα δένδρα ή βρίσκονται πεσμένοι στο έδαφος. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται δραστικά ο πληθυσμός του εντόμου που διαχειμάζει μέσα στους καρπούς και εξέρχεται τον Μάιο-Ιούνιο του επόμενου έτους. Το καλλιεργητικό αυτό μέτρο, αν και χρονοβόρο και δαπανηρό, πρέπει να εφαρμόζεται από όλους τους παραγωγούς μιας περιοχής και κάθε χρόνο, ανεξάρτητα αν έχει παρατηρηθεί ζημιά. Εναλλακτικά, αλλά όχι καλλίτερα, μπορεί να γίνει ρίψη στο έδαφος των καρπών που έχουν απομείνει στα δένδρα και κατόπιν παράχωμα αυτών μέσα στο έδαφος με φρεζάρισμα ή όργωμα.
Σε περιοχές όπου παρατηρείται έντονη προσβολή από το έντομο, το παραπάνω καλλιεργητικό μέτρο πρέπει να συνοδευτεί και από χημική καταπολέμηση.

  
Τρωγόκαρπος

Το έντομο Megastigmus pistaciae ειναι μικροσκοπικό αυτό Υμενόπτερο μπορεί να προσβάλλει τους καρπούς. Ωστόσο, δεν αποτελεί σημαντικό εχθρό της καλλιέργειας στη Χώρα, αφού το ποσοστό προσβολής σύμφωνα με αναφορές δεν ξεπερνά το 5%.

Καταπολέμηση: Ο καλλίτερος τρόπος καταπολέμησης του τρωγόκαρπου είναι η συλλογή και η καταστροφή των καρπών που παραμένουν στο δενδροκομείο μετά τη συγκομιδή.

    
Έντομα του Ξύλου

Υλέζινος ή σκολύτης της φιστικιάς (Acrantus vestitus): Είναι το κυριότερο ξυλοφάγο έντομο της φιστικιάς. Προσβάλει και καταστρέφει τους ξυλοφόρους οφθαλμούς, καθώς και τη νεαρή βλάστηση, ορύσσοντας στοές διατροφής. Θεωρείται ως δευτερογενής εχθρός, καθώς προσβάλει κυρίως εξασθενημένα και ταλαιπωρημένα από διάφορες αιτίες δένδρα (ασθένειες, άλλους εχθρούς, κακή διατροφή, ξηρασία, εγκατάλειψη).
 

Καταπολέμηση: Για να αποφευχθεί η προσβολή και στη συνέχεια η ανάπτυξη υψηλών πληθυσμών του σκολύτη στη φιστικιά, συστήνονται καλλιεργητικά μέτρα που θα πρέπει με σχολαστικότητα να εφαρμόζονται κάθε χρόνο όπως:
  • Διατήρηση των δένδρων σε καλή κατάσταση βλάστησης, εφαρμόζοντας λιπάνσεις, κλαδέματα, άρδευση (εφόσον είναι δυνατό) και καταπολέμηση των εχθρών και των ασθενειών.
  •  Άμεση απομάκρυνση από τα δένδρα όλων των ξερών και των εξασθενημένων κλάδων. Αυτή η εργασία θα πρέπει να γίνεται συνεχώς καθ’όλη τη διάρκεια του έτους.
  • Από τον Μάρτιο και μέχρι τον Νοέμβριο πρέπει να απομακρύνονται από το δενδροκομείο και από τη γύρω περιοχή κλαδιά προερχόμενα από κλαδέματα και καθαρισμό δένδρων και να καίγονται , διότι αυτά χρησιμεύουν στην ωοτοκία των εντόμων και συνεπώς στη δημιουργία εαρινών και θερινών γενεών του εντόμου.
  • Τσικουδιές και σχίνα που βρίσκονται κοντά σε φιστικιές αποτελούν και αυτά πηγές μετανάστευσης του εντόμου και θα πρέπει να παρακολουθούνται.
Τα παραπάνω μέτρα θα πρέπει να εφαρμόζονται από όλους τους καλλιεργητές μιας περιοχής, για να μην μεταναστεύουν τα έντομα από τα προσβεβλημένα δενδροκομεία στα υγιή.
  • Σε δενδροκομεία φιστικιάς που έχει εκδηλωθεί προσβολή από το έντομο, συστήνεται περί το τέλος Νοεμβρίου η τοποθέτηση κάτω από τα δένδρα ή η ανάρτηση σε αυτά εξασθενημένων ή ημίξερων κλάδων, προκειμένου να χρησιμεύσουν ως παγίδες για να ωοτοκήσει και να διαχειμάσει ο σκολύτης. Τα κλαδιά αυτά πρέπει να συλλέγονται και να καίγονται άμεσα αυτή την εποχή, δηλ. στο τέλος Φεβρουαρίου και πριν την έξοδο των δειαχειμαζόντων εντόμων, καθώς και εκείνων της νέας γενεάς.
  • Στην περίπτωση που τα ανωτέρω μέτρα δεν επαρκούν για τον περιορισμό του σκολύτη λόγω κάποιας πληθυσμιακής έξαρσης, τότε απαιτείται η εφαρμογή ψεκασμών κατά τον Απρίλιο─Μάιο, εποχή κατά την οποία εμφανίζονται τα ακμαία και η ανόρυξη των στοών διατροφής.
  • Επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει εγκεκριμένο εντομοκτόνο για σκολύτες και γενικότερα για ξυλοφάγα έντομα στη φιστικιά.[1]

Άλλα ξυλοφάγα έντομα της φιστικιάς
1) Ο σκολύτης (Esteneborus perrisi)
2) Το πολυφάγο κολεόπτερο (Sinoxylon sexdentatum).
Και τα δύο αυτά είδη ξυλοφάγων εντόμων, προσβάλουν μόνο εξασθενημένα δένδρα από προσβολές και κακή θρέψη.
Καταπολέμηση: Για την πρόληψη της προσβολής από αυτά τα ξυλοφάγα έντομα, συστήνεται η εφαρμογή των καλλιεργητικών μέτρων που αναφέρονται στον υλέζινο.[1]

  
Κοκκοειδή
ή ψώρες

Διάφορα είδη κοκκοειδών έχουν βρεθεί να προσβάλουν τη φιστικιά, αλά τα έντομα αυτά συνήθως εμφανίζονται σε μικρούς πληθυσμούς και γενικώς δε δημιουργούν προβλήματα στην καλλιέργεια. Τα περισσότερα από αυτά ανήκουν στην οικογένεια Diaspididae (Malanaspis inopinataLepidosaphes pistacia) και τα υπόλοιπα στην οικογένεια Coccidae (Anapulvinaria pistacia, Saissetia oleaeCeroplastes rusci).

Καταπολέμηση: Τακτικό κλάδεμα, συλλογή και κάψιμο όλων των προσβεβλημένων κλάδων, αποτελεί βασικό καλλιεργητικό μέτρο για τον περιορισμό των εντόμων αυτών.
Ωστόσο, σε περίπτωση σοβαρής προσβολής συνιστάται χημική καταπολέμηση την περίοδο του ληθάργου με χρήση χειμερινών ορυκτελαίων ή και οργανοφωσφορούχων εντομοκτόνων. Στην περίπτωση που η προσβολή γίνει αισθητή την άνοιξη, το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο, τότε
συνιστάται η χρήση καλοκαιρινών ορυκτελαίων ή οργανοφωσφορούχων εντομοκτόνων. Η εφαρμογή των ψεκασμών αυτών συνιστάται να γίνεται όταν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού βρίσκεται στο στάδιο της έρπουσας. Σημειώνεται ότι για την καταπολέμηση των κοκκοειδών στη φιστικιά δεν υπάρχει εγκεκριμένο εντομοκτόνο.[1]
   

Έντομα αποθήκης

Τα φιστίκια κατά τη παραμονή τους στις αποθήκες προσβάλλονται από έντομα λεπιδόπτερα της οικογένειας Pyralidae, κυρίως από τα είδη Euphestia Kuehniella, Plodia interpuctella και Cadra cautella. Αυτά τα έντομα μπορεί να προϋπάρχουν στην καλλιέργεια και να μεταφέρονται μαζί με το φιστίκι στην αποθήκη ή να υπάρχουν μέσα στον αποθηκευτικό χώρο και υλικά συσκευασίας και το υγιές φιστίκι να προβάλλεται στην αποθήκη.
Βασικό κατά την προληπτική καταπολέμηση είναι οι αποθηκευτικοί χώροι να είναι κατάλληλοι για αποθήκευση φιστικιών και να καθαρίζονται σχολαστικά. Επίσης, οι αποθήκες να αερίζονται καλώς και να φέρουν μόνωση θερμική. Στα παράθυρα να υπάρχουν σίτες και οι τοίχοι-οροφή να είναι η επιφάνειά τους λεία. Στην περίπτωση που παρατηρηθεί μικρό ποσοστό προσβολής φιστικιών στην αποθήκη από τα έντομα, τότε πρεπει να απομακρυνθούν από την αποθήκη. Τέλος η χρήση διαφόρων ειδών παγίδων (χρωματικές, τροφοελκυστικές, φερομονικές) εντός της αποθήκης δίνουν ικανοποιητικά αποτελέσματα (μαζική παγίδευση).[2][3]
 

Πηγές και βιβλιογραφία
[1] ΟΔΗΓΙΕΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΦΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΦΙΣΤΙΚΙΑΣ - ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ.
[1] Γεωργικές Προειδοποιήσεις, ΑΚΡΟΔΡΥΑ Νο 15 / 12-6-2017, Περιφερειακό Κέντρο Προστ. Φυτών & Ποιοτικού Ελέγχου Μαγνησίας, Πληροφορίες: Δρ. Φωτεινή Ανδρέογλου
[2] Μελέτη του προβλήματος των αφλατοξίνων σε κελυφωτά φιστίκια, μεταπτυχιακή μελέτη της Γεωργιάδου Μαρίας, Αθήνα 2009.
[3] Η καλλιέργεια της φιστικιάς στην περιοχή Μακρακώμης Ν.Φθιώτιδος, πτυχιακή μελέτη του Κατσογιάννη Χρήστου, Ηράκλειο 2012.
[5] Ασθένειες Φιστικιάς, Ελευθερίου Τζάμου - από το plantclinic.gr