Η Puccinia recondita είναι ένας παθογόνος μύκητας που προκαλεί τη "Σκωρίαση των φύλλων" κυρίως σε καλλιέργειες σιταριού και, λιγότερο συχνά, στο κριθάρι και σε άλλα σιτηρά. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα παθογόνα του σιταριού, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στην απόδοση και την ποιότητα της παραγωγής.
Η νόσος εκδηλώνεται με την εμφάνιση μικρών, κυκλικών ή επιμήκων καστανών φλυκταινών (κηλίδων) στην άνω επιφάνεια των φύλλων. Αυτές οι κηλίδες περιέχουν ουρεδοσπόρια και εμφανίζονται διάσπαρτα, χωρίς συγκεκριμένο μοτίβο. Σε προχωρημένο στάδιο, οι κηλίδες μπορεί να ενωθούν και να προκαλέσουν ξήρανση και πρόωρη πτώση των φύλλων, μειώνοντας τη φωτοσυνθετική ικανότητα του φυτού.
Η Puccinia recondita ευνοείται από ζεστές και υγρές καιρικές συνθήκες, με ιδανική θερμοκρασία ανάπτυξης τους 15–25°C και υψηλή σχετική υγρασία. Αυτές οι συνθήκες συχνά επικρατούν στα τέλη της άνοιξης και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ειδικά σε περιοχές με συχνές βραδινές δροσιές ή άρδευση με καταιονισμό.
Η μετάδοση του παθογόνου γίνεται κυρίως μέσω του ανέμου, καθώς τα σπόριά του είναι ελαφριά και μεταφέρονται εύκολα σε μεγάλες αποστάσεις.
Η αντιμετώπιση της σκουριάς των φύλλων περιλαμβάνει:
• Χρήση ανθεκτικών ποικιλιών σιταριού.
• Καλλιεργητικές πρακτικές που περιορίζουν την υγρασία στο φύλλωμα.
• Περιοδική παρακολούθηση για έγκαιρη ανίχνευση της νόσου.
• Εφαρμογή μυκητοκτόνων, όταν κρίνεται απαραίτητο και ιδιαίτερα όταν οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη του παθογόνου.
Η νόσος εκδηλώνεται με την εμφάνιση μικρών, κυκλικών ή επιμήκων καστανών φλυκταινών (κηλίδων) στην άνω επιφάνεια των φύλλων. Αυτές οι κηλίδες περιέχουν ουρεδοσπόρια και εμφανίζονται διάσπαρτα, χωρίς συγκεκριμένο μοτίβο. Σε προχωρημένο στάδιο, οι κηλίδες μπορεί να ενωθούν και να προκαλέσουν ξήρανση και πρόωρη πτώση των φύλλων, μειώνοντας τη φωτοσυνθετική ικανότητα του φυτού.
Η Puccinia recondita ευνοείται από ζεστές και υγρές καιρικές συνθήκες, με ιδανική θερμοκρασία ανάπτυξης τους 15–25°C και υψηλή σχετική υγρασία. Αυτές οι συνθήκες συχνά επικρατούν στα τέλη της άνοιξης και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ειδικά σε περιοχές με συχνές βραδινές δροσιές ή άρδευση με καταιονισμό.
Η μετάδοση του παθογόνου γίνεται κυρίως μέσω του ανέμου, καθώς τα σπόριά του είναι ελαφριά και μεταφέρονται εύκολα σε μεγάλες αποστάσεις.
Η αντιμετώπιση της σκουριάς των φύλλων περιλαμβάνει:
• Χρήση ανθεκτικών ποικιλιών σιταριού.
• Καλλιεργητικές πρακτικές που περιορίζουν την υγρασία στο φύλλωμα.
• Περιοδική παρακολούθηση για έγκαιρη ανίχνευση της νόσου.
• Εφαρμογή μυκητοκτόνων, όταν κρίνεται απαραίτητο και ιδιαίτερα όταν οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη του παθογόνου.
Εμφάνιση περισσότερων για το παθογόνο