Μυκητολογική ασθένεια του ξύλου, προσβάλει κυρίως λεμονιά, κιτριά και
νεραντζιά. Αρχικά εκδηλώνεται σε νεαρά κλαδιά, οι νευρώσεις των φύλλων
κιτρινίζουν, τα φύλλα ξηραίνονται απότομα και πέφτουν ενώ οι μίσχοι
παραμένουν στα κλαδιά. Σε σοβαρές προσβολές η ξήρανση επεκτείνεται σε
κλάδους και βραχίονες από την κορυφή προς τη βάση. Σε τομές
προσβεβλημένου ξύλου φαίνεται στα αγγεία πορτοκαλί έως καστανέρυθρος
μεταχρωματισμός.
Σημεία εισόδου του παθογόνου μύκητα είναι πληγές που δημιουργούνται
από αντίξοα καιρικά φαινόμενα (παγετό, χαλάζι, ιςχυρό άνεμο) ή από
καλλιεργητικά εργαλεία. Άριστες συνθήκες για την ανάπτυξη μολύνσεων
είναι θερμοκρασίες 20-25
ο
C με υγρό και ιδιαίτερα με βροχερό καιρό.
Τα δένδρα είναι περισσότερο ευπαθή το φθινόπωρο και τον χειμώνα,
λιγότερο την άνοιξη.
- Συστήνεται προστασία με χαλκούχα μυκητοκτόνα με τη έναρξη των
φθινοπωρινών βροχών. Στη διάρκεια της βροχερής περιόδου η
επέμβαση αυτή να επαναλαμβάνεται αμέσως μετά από χαλάζι, παγετό ή
δυνατό άνεμο ( 24-48 ώρες ) για τον περιορισμό νέων μολύνσεων.
- Να αποφεύγονται κλαδέματα και οργώματα από το φθινόπωρο
μέχρι την άνοιξη, ιδιαίτερα στις λ εμο νι ές. Δεν πρέπει να
τραυματίζονται από καλλιεργητικές εργασίες κλάδοι, κορμοί και ρίζες.
Πληγές που δημιουργούνται να προστατεύονται με εγκεκριμένα
μυκητοκτόνα.
- Κλαδέματα και καθαρισμοί των δέντρων συστήνεται να γίνονται με ξηρό
καιρό την άνοιξη και την ξηρή περίοδο Μαΐου–Σεπτεμβρίου αφαιρώντας
και απομακρύνοντας ξερούς βλαστούς και κλάδους μαζί με σημαντικό
μέρος υγιούς τμήματος ( 15-20 εκ).
- Εκρίζωση και κάψιμο των ξερών δέντρων.
- Ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των νέων δενδρυλλίων. Η χρήση
υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού και ανεκτικών ή ανθεκτικών ποικιλιών
λεμονιάς περιορίζουν την ασθένεια (Αδαμοποφλου, Καρυςτινή, Ερμιόνη,
Monachello, Santa Teresa, Interdonato).
Η ασθένεια οφείλεται σε μύκητες που μεταδίδονται με το έδαφος και
προσβάλλουν την περιοχή του λαιμού, τον κορμό μέχρι ύψος 60-80 εκ., τις
επιφανειακές ρίζες κοντά στον κορμό και τους κλάδους που βρίσκονται
κοντά στο έδαφος. Στο σημείο της προσβολής εξωτερικά ο φλοιός φαίνεται
σκοτεινότερος, ελαφρά βυθισμένος, μοιάζει σαν “βρεγμζνοσ” και
παρουσιάζει σκίσιμο από όπου εκκρίνεται κόμμι. Η μόλυνση διαχέεται
εσωτερικά του φλοιού, στο κάμβιο και το ξύλο όπου παρατηρείται καστανός
μεταχρωματισμός. Τα προσβεβλημένα δέντρα εμφανίζουν καχεκτική
βλάστηση, χλωρωτικά φύλλα, έντονη φυλλόπτωση και ξηραίνονται μέσα σε
σύντομο χρονικό διάστημα. Συχνά προσβάλλονται και οι καρποί, ιδιαίτερα
αυτοί που βρίσκονται χαμηλά στις ποδιές των δέντρων. Οι μολύνσεις των
καρπών ενώ γίνονται στον οπωρώνα εκδηλώνονται ως σήψεις κατά την
αποθήκευση και μεταδίδουν την ασθένεια στους υγιείς καρπούς με την
επαφή προκαλώντας σοβαρές ζημιές.
Οι μύκητες εδάφους ευνοούνται σε εδάφη βαριά με κακή στράγγιση από
δυνατή βροχή ή βροχή που συνοδεύεται από ισχυρό άνεμο.
Ευπάθεια στην ασθένεια έχουν κατά σειρά: η λεμονιά, η κιτριά, η
κλημεντίνη, η πορτοκαλιά, η μανταρινιά ενώ ανθεκτική είναι η νεραντζιά.