Αιτιολογικός παράγοντας:
🔹 Η ασθένεια προκαλείται από τον μύκητα Colletotrichum lagenarium (Pass.) Ellis & Halst., ο οποίος σήμερα ταξινομείται συχνά ως Colletotrichum orbiculare.
🔹 Ανήκει στην οικογένεια Glomerellaceae (Ascomycota) και είναι εξειδικευμένος παθογόνος των κολοκυνθοειδών (Cucurbitaceae).
🔹 Ο μύκητας είναι νεκροτροφικός και προσβάλλει όλα τα υπέργεια μέρη του φυτού (φύλλα, μίσχους, βλαστούς, καρπούς), προκαλώντας εκτεταμένες νεκρώσεις και μεγάλες απώλειες σε συνθήκες υψηλής υγρασίας.

Συμπτώματα:
🔹 Στα φύλλα:
🔸 Εμφανίζονται αρχικά πρασινωπές ή κιτρινοπράσινες κηλίδες, κυρίως κατά μήκος των νεύρων, οι οποίες σταδιακά σκουραίνουν και γίνονται νεκρωτικές.
🔸 Οι κηλίδες επεκτείνονται και συγχωνεύονται, καταλαμβάνοντας μεγάλο μέρος του ελάσματος.
🔸 Σε προχωρημένα στάδια, οι ιστοί ξηραίνονται και το φύλλο καταστρέφεται μερικώς ή ολικά, προκαλώντας σημαντική μείωση της φωτοσύνθεσης.
🔹 Στους μίσχους και στους βλαστούς:
🔸 Παρατηρούνται επιμήκεις, ελαφρώς βυθισμένες καστανές έως μαύρες κηλίδες.
🔸 Όταν οι βλάβες περιβάλλουν ολόκληρη την περίμετρο του βλαστού, προκαλείται διακοπή της αγωγής και αποξήρανση του τμήματος πάνω από το σημείο της μόλυνσης.
🔹 Στους καρπούς:
🔸 Οι κηλίδες είναι κυκλικές, βυθισμένες, σκούρου χρώματος, συνήθως με υδαρή περιφέρεια στα αρχικά στάδια.
🔸 Με υγρό καιρό οι βλάβες καλύπτονται από ροζ-σομόν μάζες που αποτελούνται από τις κονιδιοφόρες καρποφορίες του μύκητα.
🔸 Στο κέντρο των κηλίδων παρατηρούνται πολυάριθμα μαύρα στίγματα (ακερβούλια) - χαρακτηριστικό γνώρισμα του Colletotrichum.
🔸 Όταν προσβληθούν νεαροί καρποί, προκαλείται παραμόρφωση ή καρπόπτωση.
🔸 Σε ώριμους καρπούς, η σήψη εξελίσσεται γρήγορα και καθιστά τους καρπούς μη εμπορεύσιμους.
Συνθήκες ανάπτυξης και επιδημιολογία:
🔹 Η ασθένεια ευνοείται από θερμό και υγρό περιβάλλον, με συχνές βροχές, δροσιές ή υπερβολική υγρασία θερμοκηπίου.
🔹 Θερμοκρασία ανάπτυξης: 22-30 °C (άριστη: 25 °C)
🔹 Σχετική υγρασία: > 90 %
🔹 Νερό στα φύλλα: Απαραίτητο για βλάστηση κονιδίων (6-12 ώρες)
🔹 Φως: Οι μολύνσεις ευνοούνται από σκιερό και πυκνό φύλλωμα
🔹 Περίοδος υψηλού κινδύνου: Άνοιξη-φθινόπωρο ή μετά από συνεχείς βροχές
🔹 Η μόλυνση πραγματοποιείται μέσω στομάτων ή πληγών. Τα κονίδια του μύκητα διασπείρονται με σταγονίδια νερού, άνεμο και εργαλεία καλλιέργειας.
Βιολογικός κύκλος:
🔹 Διαχείμαση: ο μύκητας επιβιώνει στα μολυσμένα φυτικά υπολείμματα, στα ζιζάνια ξενιστές και σε μολυσμένο σπόρο.
🔹 Πρωτογενείς μολύνσεις: προέρχονται από τα κονίδια των ακερβουλίων που διασπείρονται με βροχή ή άρδευση.
🔹 Δευτερογενείς μολύνσεις: κάθε νέο κύμα βροχής ή υγρασίας προκαλεί νέα έξαρση ασθένειας.
🔹 Αναπαραγωγή: σχηματίζονται κονίδια μέσα σε ροζ μάζες επάνω στις κηλίδες· τα κονίδια βλαστάνουν μέσα σε λίγες ώρες παρουσία υγρασίας.
🔹 Ο κύκλος μπορεί να επαναληφθεί πολλαπλές φορές σε μια καλλιεργητική περίοδο, ειδικά σε θερμά και υγρά μικροκλίματα.
Παράγοντες που ευνοούν την ασθένεια:
🔹 Υπερβολική άρδευση και κακή αποστράγγιση.
🔹 Πυκνή φύτευση και ανεπαρκής κυκλοφορία αέρα.
🔹 Επαναλαμβανόμενη καλλιέργεια κολοκυνθοειδών στο ίδιο χωράφι.
🔹 Παρουσία ζιζανίων-ξενιστών (άγρια κολοκυνθοειδή).
🔹 Πληγές από έντομα ή μηχανικές τομές.
Καλλιεργητικά μέτρα:
🔹 Χρήση υγιούς σπόρου ή πιστοποιημένου φυτωριακού υλικού.
🔹 Αμειψισπορά με μη ξενιστές για τουλάχιστον 1-2 έτη.
🔹 Απομάκρυνση και καταστροφή των υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
🔹 Απομάκρυνση προσβεβλημένων φυτών και καρπών.
🔹 Περιορισμός της υγρασίας:
🔸 καλός αερισμός,
🔸 αραιή φύτευση,
🔸 αποφυγή υπερβολικών ποτισμάτων,
🔸 ψεκασμοί τις πρωινές ώρες.
🔸 Καταστροφή άγριων κολοκυνθοειδών κοντά στα χωράφια (δεξαμενές μόλυνσης).
Χημική καταπολέμηση:
🔹 Η αντιμετώπιση γίνεται με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων ή προληπτικά σε ευνοϊκές συνθήκες.
Χρησιμοποιούνται εγκεκριμένα μυκητοκτόνα
🔹 Εναλλαγή δραστικών ουσιών διαφορετικών FRAC ομάδων για αποφυγή ανθεκτικότητας.
🔹 Η ασθένεια προκαλείται από τον μύκητα Colletotrichum lagenarium (Pass.) Ellis & Halst., ο οποίος σήμερα ταξινομείται συχνά ως Colletotrichum orbiculare.
🔹 Ανήκει στην οικογένεια Glomerellaceae (Ascomycota) και είναι εξειδικευμένος παθογόνος των κολοκυνθοειδών (Cucurbitaceae).
🔹 Ο μύκητας είναι νεκροτροφικός και προσβάλλει όλα τα υπέργεια μέρη του φυτού (φύλλα, μίσχους, βλαστούς, καρπούς), προκαλώντας εκτεταμένες νεκρώσεις και μεγάλες απώλειες σε συνθήκες υψηλής υγρασίας.

Συμπτώματα:
🔹 Στα φύλλα:
🔸 Εμφανίζονται αρχικά πρασινωπές ή κιτρινοπράσινες κηλίδες, κυρίως κατά μήκος των νεύρων, οι οποίες σταδιακά σκουραίνουν και γίνονται νεκρωτικές.
🔸 Οι κηλίδες επεκτείνονται και συγχωνεύονται, καταλαμβάνοντας μεγάλο μέρος του ελάσματος.
🔸 Σε προχωρημένα στάδια, οι ιστοί ξηραίνονται και το φύλλο καταστρέφεται μερικώς ή ολικά, προκαλώντας σημαντική μείωση της φωτοσύνθεσης.
🔹 Στους μίσχους και στους βλαστούς:
🔸 Παρατηρούνται επιμήκεις, ελαφρώς βυθισμένες καστανές έως μαύρες κηλίδες.
🔸 Όταν οι βλάβες περιβάλλουν ολόκληρη την περίμετρο του βλαστού, προκαλείται διακοπή της αγωγής και αποξήρανση του τμήματος πάνω από το σημείο της μόλυνσης.
🔹 Στους καρπούς:
🔸 Οι κηλίδες είναι κυκλικές, βυθισμένες, σκούρου χρώματος, συνήθως με υδαρή περιφέρεια στα αρχικά στάδια.
🔸 Με υγρό καιρό οι βλάβες καλύπτονται από ροζ-σομόν μάζες που αποτελούνται από τις κονιδιοφόρες καρποφορίες του μύκητα.
🔸 Στο κέντρο των κηλίδων παρατηρούνται πολυάριθμα μαύρα στίγματα (ακερβούλια) - χαρακτηριστικό γνώρισμα του Colletotrichum.
🔸 Όταν προσβληθούν νεαροί καρποί, προκαλείται παραμόρφωση ή καρπόπτωση.
🔸 Σε ώριμους καρπούς, η σήψη εξελίσσεται γρήγορα και καθιστά τους καρπούς μη εμπορεύσιμους.
Συνθήκες ανάπτυξης και επιδημιολογία:
🔹 Η ασθένεια ευνοείται από θερμό και υγρό περιβάλλον, με συχνές βροχές, δροσιές ή υπερβολική υγρασία θερμοκηπίου.
🔹 Θερμοκρασία ανάπτυξης: 22-30 °C (άριστη: 25 °C)
🔹 Σχετική υγρασία: > 90 %
🔹 Νερό στα φύλλα: Απαραίτητο για βλάστηση κονιδίων (6-12 ώρες)
🔹 Φως: Οι μολύνσεις ευνοούνται από σκιερό και πυκνό φύλλωμα
🔹 Περίοδος υψηλού κινδύνου: Άνοιξη-φθινόπωρο ή μετά από συνεχείς βροχές
🔹 Η μόλυνση πραγματοποιείται μέσω στομάτων ή πληγών. Τα κονίδια του μύκητα διασπείρονται με σταγονίδια νερού, άνεμο και εργαλεία καλλιέργειας.
Βιολογικός κύκλος:
🔹 Διαχείμαση: ο μύκητας επιβιώνει στα μολυσμένα φυτικά υπολείμματα, στα ζιζάνια ξενιστές και σε μολυσμένο σπόρο.
🔹 Πρωτογενείς μολύνσεις: προέρχονται από τα κονίδια των ακερβουλίων που διασπείρονται με βροχή ή άρδευση.
🔹 Δευτερογενείς μολύνσεις: κάθε νέο κύμα βροχής ή υγρασίας προκαλεί νέα έξαρση ασθένειας.
🔹 Αναπαραγωγή: σχηματίζονται κονίδια μέσα σε ροζ μάζες επάνω στις κηλίδες· τα κονίδια βλαστάνουν μέσα σε λίγες ώρες παρουσία υγρασίας.
🔹 Ο κύκλος μπορεί να επαναληφθεί πολλαπλές φορές σε μια καλλιεργητική περίοδο, ειδικά σε θερμά και υγρά μικροκλίματα.
Παράγοντες που ευνοούν την ασθένεια:
🔹 Υπερβολική άρδευση και κακή αποστράγγιση.
🔹 Πυκνή φύτευση και ανεπαρκής κυκλοφορία αέρα.
🔹 Επαναλαμβανόμενη καλλιέργεια κολοκυνθοειδών στο ίδιο χωράφι.
🔹 Παρουσία ζιζανίων-ξενιστών (άγρια κολοκυνθοειδή).
🔹 Πληγές από έντομα ή μηχανικές τομές.
Καλλιεργητικά μέτρα:
🔹 Χρήση υγιούς σπόρου ή πιστοποιημένου φυτωριακού υλικού.
🔹 Αμειψισπορά με μη ξενιστές για τουλάχιστον 1-2 έτη.
🔹 Απομάκρυνση και καταστροφή των υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
🔹 Απομάκρυνση προσβεβλημένων φυτών και καρπών.
🔹 Περιορισμός της υγρασίας:
🔸 καλός αερισμός,
🔸 αραιή φύτευση,
🔸 αποφυγή υπερβολικών ποτισμάτων,
🔸 ψεκασμοί τις πρωινές ώρες.
🔸 Καταστροφή άγριων κολοκυνθοειδών κοντά στα χωράφια (δεξαμενές μόλυνσης).
Χημική καταπολέμηση:
🔹 Η αντιμετώπιση γίνεται με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων ή προληπτικά σε ευνοϊκές συνθήκες.
Χρησιμοποιούνται εγκεκριμένα μυκητοκτόνα
🔹 Εναλλαγή δραστικών ουσιών διαφορετικών FRAC ομάδων για αποφυγή ανθεκτικότητας.








Ανθράκωση - ΑΓΓΟΥΡΙ

