
Το γένος Cladosporium περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό μυκήτων της οικογένειας Cladosporiaceae (Ascomycota). Πολλά είδη του είναι σαπροφυτικά ή δευτερογενή παθογόνα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις λειτουργούν και ως φυτοπαθογόνα, προκαλώντας κηλιδώσεις φύλλων και καρπών σε διάφορα είδη δέντρων, συμπεριλαμβανομένης της καρυδιάς (Juglans regia).
Τα πιο συχνά αναφερόμενα είδη στην καρυδιά είναι:
🔹 Cladosporium cladosporioides
🔹 Cladosporium herbarum
🔹 Cladosporium oxysporum
Σε θερμές και υγρές περιοχές, ο μύκητας μπορεί να αναπτυχθεί δευτερογενώς πάνω σε προϋπάρχουσες βλάβες που έχουν προκαλέσει άλλα παθογόνα, όπως η βακτηριακή καστανή κηλίδωση (Xanthomonas arboricola pv. juglandis).
Συμπτώματα:
🔹 Στα φύλλα
🔸 Εμφανίζονται μικρές, ακανόνιστες ή κυκλικές κηλίδες, χρώματος ελαιόμαυρου έως καστανόμαυρου.
🔸 Οι κηλίδες έχουν συνήθως βελούδινη επιφάνεια λόγω της παρουσίας του μυκηλίου και των σπορίων του Cladosporium.
🔸 Σε προχωρημένα στάδια, οι κηλίδες συνενώνονται, οδηγώντας σε μερική ξήρανση του ελάσματος ή πρόωρη φυλλόπτωση.
🔸 Συχνά τα φύλλα καλύπτονται με σκουρόχρωμη “μούχλα” (μαύρο ή σκούρο γκρι επίχρισμα), που αποτελεί χαρακτηριστικό του γένους.
🔹 Στους καρπούς
🔸 Ο μύκητας μπορεί να αναπτυχθεί επιφανειακά πάνω στο περικάρπιο (πράσινο περίβλημα) των καρυδιών, κυρίως μετά από βροχές ή τραυματισμούς.
🔸 Δημιουργεί μαύρες, βελούδινες κηλίδες ή ζώνες αποχρωματισμού, που δεν εισχωρούν βαθιά στο εσωτερικό του καρπού.
🔸 Συχνά λειτουργεί δευτερογενώς, επιδεινώνοντας αλλοιώσεις που έχουν ξεκινήσει από βακτήρια ή άλλους μύκητες (π.χ. Alternaria, Colletotrichum).
🔹 Στους βλαστούς
🔸 Σπάνια παρατηρείται πραγματική μόλυνση στους βλαστούς. Όταν εμφανίζεται, πρόκειται συνήθως για επιφανειακή ανάπτυξη του μύκητα σε πληγές ή ρωγμές του φλοιού.
Συνθήκες ανάπτυξης:
🔹 Το Cladosporium spp. είναι υγρόφιλος και μεσοθερμόφιλος μύκητας, που αναπτύσσεται ταχύτατα σε ήπιες θερμοκρασίες και παρουσία υγρασίας.
🔹 Θερμοκρασία ανάπτυξης: 18–28 °C (όρια 5–35 °C)
🔹 Σχετική υγρασία: πάνω από 85 %
🔹 Περιβάλλον: Σκίαση, περιορισμένος αερισμός
🔹 Εποχικότητα: Άνοιξη – αρχές φθινοπώρου
🔹 Τρόπος διασποράς: Αερομεταφερόμενα κονίδια, πιτσιλιές βροχής, έντομα
🔹 Τα κονίδια μεταφέρονται εύκολα με τον άνεμο και εγκαθίστανται σε υγρά ή τραυματισμένα σημεία των ιστών. Η ασθένεια ευνοείται ιδιαίτερα μετά από περιόδους υψηλής υγρασίας ή βροχόπτωσης σε συνδυασμό με θερμό καιρό.
Βιολογία του παθογόνου:
🔹 Ο μύκητας σχηματίζει πολυκύτταρα, σκούρα ελικοειδή κονίδια, που ευθύνονται για την χαρακτηριστική μαύρη εμφάνιση των μολύνσεων.
🔹 Εισέρχεται στους ιστούς είτε από φυσικά ανοίγματα (στόματα) είτε από πληγές.
🔹 Μπορεί να επιβιώσει σαπροφυτικά πάνω σε νεκρά φύλλα, καρπούς ή φυτικά υπολείμματα, απ’ όπου απελευθερώνει κονίδια την επόμενη καλλιεργητική περίοδο.
🔹 Σε πολλές περιπτώσεις, δρα δευτερογενώς, επιτείνοντας υπάρχουσες προσβολές από άλλα παθογόνα ή φυσικές βλάβες.
Παράγοντες που προδιαθέτουν την εμφάνιση:
🔹 Παρατεταμένες βροχοπτώσεις ή υψηλή νυχτερινή υγρασία.
🔹 Πυκνές φυτεύσεις χωρίς καλό αερισμό.
🔹 Παρουσία παλαιών, προσβεβλημένων φύλλων ή καρπών στο έδαφος.
🔹 Κακή αποστράγγιση ή υπερβολική άρδευση.
🔹 Προσβολές από άλλους μικροοργανισμούς (Xanthomonas, Alternaria), που ανοίγουν πύλες εισόδου.
Αντιμετώπιση:
🔹 Καλλιεργητικά μέτρα
🔹 Απομάκρυνση και καταστροφή προσβεβλημένων φύλλων και καρπών μετά τη συγκομιδή.
🔹 Καλή κυκλοφορία αέρα με κατάλληλο κλάδεμα και σωστή απόσταση μεταξύ δέντρων.
🔹 Ρύθμιση άρδευσης ώστε να αποφεύγεται υπερβολική υγρασία στο φύλλωμα.
🔹 Περιορισμός της λίπανσης με άζωτο, που αυξάνει την ευαισθησία των ιστών.
Χημική / Βιολογική αντιμετώπιση:
🔹 Ψεκασμοί με μυκητοκτόνα ευρέος φάσματος, κυρίως προληπτικά μετά από βροχοπτώσεις.
🔹 Εναλλαγή δραστικών ουσιών για αποφυγή ανθεκτικότητας.
🔹 Σε βιολογικά συστήματα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί θειάφι ή εκχυλίσματα φυτών με αντιμυκητογόνο δράση.
🔹 Ενίσχυση του φυτού με βιοδιεγέρτες και αντιοξειδωτικά που μειώνουν το στρες και αυξάνουν τη φυσική άμυνα των φύλλων.
Τα πιο συχνά αναφερόμενα είδη στην καρυδιά είναι:
🔹 Cladosporium cladosporioides
🔹 Cladosporium herbarum
🔹 Cladosporium oxysporum
Σε θερμές και υγρές περιοχές, ο μύκητας μπορεί να αναπτυχθεί δευτερογενώς πάνω σε προϋπάρχουσες βλάβες που έχουν προκαλέσει άλλα παθογόνα, όπως η βακτηριακή καστανή κηλίδωση (Xanthomonas arboricola pv. juglandis).
Συμπτώματα:
🔹 Στα φύλλα
🔸 Εμφανίζονται μικρές, ακανόνιστες ή κυκλικές κηλίδες, χρώματος ελαιόμαυρου έως καστανόμαυρου.
🔸 Οι κηλίδες έχουν συνήθως βελούδινη επιφάνεια λόγω της παρουσίας του μυκηλίου και των σπορίων του Cladosporium.
🔸 Σε προχωρημένα στάδια, οι κηλίδες συνενώνονται, οδηγώντας σε μερική ξήρανση του ελάσματος ή πρόωρη φυλλόπτωση.
🔸 Συχνά τα φύλλα καλύπτονται με σκουρόχρωμη “μούχλα” (μαύρο ή σκούρο γκρι επίχρισμα), που αποτελεί χαρακτηριστικό του γένους.
🔹 Στους καρπούς
🔸 Ο μύκητας μπορεί να αναπτυχθεί επιφανειακά πάνω στο περικάρπιο (πράσινο περίβλημα) των καρυδιών, κυρίως μετά από βροχές ή τραυματισμούς.
🔸 Δημιουργεί μαύρες, βελούδινες κηλίδες ή ζώνες αποχρωματισμού, που δεν εισχωρούν βαθιά στο εσωτερικό του καρπού.
🔸 Συχνά λειτουργεί δευτερογενώς, επιδεινώνοντας αλλοιώσεις που έχουν ξεκινήσει από βακτήρια ή άλλους μύκητες (π.χ. Alternaria, Colletotrichum).
🔹 Στους βλαστούς
🔸 Σπάνια παρατηρείται πραγματική μόλυνση στους βλαστούς. Όταν εμφανίζεται, πρόκειται συνήθως για επιφανειακή ανάπτυξη του μύκητα σε πληγές ή ρωγμές του φλοιού.
Συνθήκες ανάπτυξης:
🔹 Το Cladosporium spp. είναι υγρόφιλος και μεσοθερμόφιλος μύκητας, που αναπτύσσεται ταχύτατα σε ήπιες θερμοκρασίες και παρουσία υγρασίας.
🔹 Θερμοκρασία ανάπτυξης: 18–28 °C (όρια 5–35 °C)
🔹 Σχετική υγρασία: πάνω από 85 %
🔹 Περιβάλλον: Σκίαση, περιορισμένος αερισμός
🔹 Εποχικότητα: Άνοιξη – αρχές φθινοπώρου
🔹 Τρόπος διασποράς: Αερομεταφερόμενα κονίδια, πιτσιλιές βροχής, έντομα
🔹 Τα κονίδια μεταφέρονται εύκολα με τον άνεμο και εγκαθίστανται σε υγρά ή τραυματισμένα σημεία των ιστών. Η ασθένεια ευνοείται ιδιαίτερα μετά από περιόδους υψηλής υγρασίας ή βροχόπτωσης σε συνδυασμό με θερμό καιρό.
Βιολογία του παθογόνου:
🔹 Ο μύκητας σχηματίζει πολυκύτταρα, σκούρα ελικοειδή κονίδια, που ευθύνονται για την χαρακτηριστική μαύρη εμφάνιση των μολύνσεων.
🔹 Εισέρχεται στους ιστούς είτε από φυσικά ανοίγματα (στόματα) είτε από πληγές.
🔹 Μπορεί να επιβιώσει σαπροφυτικά πάνω σε νεκρά φύλλα, καρπούς ή φυτικά υπολείμματα, απ’ όπου απελευθερώνει κονίδια την επόμενη καλλιεργητική περίοδο.
🔹 Σε πολλές περιπτώσεις, δρα δευτερογενώς, επιτείνοντας υπάρχουσες προσβολές από άλλα παθογόνα ή φυσικές βλάβες.
Παράγοντες που προδιαθέτουν την εμφάνιση:
🔹 Παρατεταμένες βροχοπτώσεις ή υψηλή νυχτερινή υγρασία.
🔹 Πυκνές φυτεύσεις χωρίς καλό αερισμό.
🔹 Παρουσία παλαιών, προσβεβλημένων φύλλων ή καρπών στο έδαφος.
🔹 Κακή αποστράγγιση ή υπερβολική άρδευση.
🔹 Προσβολές από άλλους μικροοργανισμούς (Xanthomonas, Alternaria), που ανοίγουν πύλες εισόδου.
Αντιμετώπιση:
🔹 Καλλιεργητικά μέτρα
🔹 Απομάκρυνση και καταστροφή προσβεβλημένων φύλλων και καρπών μετά τη συγκομιδή.
🔹 Καλή κυκλοφορία αέρα με κατάλληλο κλάδεμα και σωστή απόσταση μεταξύ δέντρων.
🔹 Ρύθμιση άρδευσης ώστε να αποφεύγεται υπερβολική υγρασία στο φύλλωμα.
🔹 Περιορισμός της λίπανσης με άζωτο, που αυξάνει την ευαισθησία των ιστών.
Χημική / Βιολογική αντιμετώπιση:
🔹 Ψεκασμοί με μυκητοκτόνα ευρέος φάσματος, κυρίως προληπτικά μετά από βροχοπτώσεις.
🔹 Εναλλαγή δραστικών ουσιών για αποφυγή ανθεκτικότητας.
🔹 Σε βιολογικά συστήματα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί θειάφι ή εκχυλίσματα φυτών με αντιμυκητογόνο δράση.
🔹 Ενίσχυση του φυτού με βιοδιεγέρτες και αντιοξειδωτικά που μειώνουν το στρες και αυξάνουν τη φυσική άμυνα των φύλλων.
Εμφάνιση περισσότερων για το παθογόνο








Κλαδοσπορίωση - ΚΑΡΥΔΙΑ
