Το παθογόνο μπορεί να προκαλέσει προφυτρωτική τήξη και να καταστρέψει τους σπόρους. Στα φυτάρια προκαλεί στο λαιμό και λίγο κάτω μικρές ερυθροκάστανες κηλίδες και έλκη, τα οποία συχνά καλύπτονται από αραιό μυκήλιο χρώματος ανοικτού καστανού. Τα προσβεβλημένα φυτά παρουσιάζουν καχεξία, χλώρωση, καρούλιασμα φύλλων και τελικά ξηραίνονται. Στο ριζικό σύστημα προκαλείται νέκρωση των ριζικών τριχιδίων. Συχνά παρατηρείται στις ρίζες σκοτεινή απόχρωση. Στην επιφάνειά τους εμφανίζονται ρωγμές φελλοποιημένες και νεκρώσεις κατά θέσεις. Στο λαιμό και στη βάση του στελέχους πολλές φορές προκαλούνται χαρακτηριστικές φελλοποιημένες σκοτεινόχρωμες σήψεις. Στους καρπούς και ιδιαίτερα στα σημεία επαφής τους με το έδαφος η προσβολή εκδηλώνεται με το σχηματισμό σκληρών κηλίδων χρώματος σκουριάς. Οι κηλίδες μεγαλώνουν κατά συγκεντρωτικούς κύκλους, βαθμιαίως βυθίζονται, γίνονται καστανές, μαλακότερες και σχίζονται ακτινοειδώς στο κέντρο. Συχνά καλύπτονται από αραιή καστανή μυκηλιακή εξάνθηση.
Αντιμετώπιση:
α) Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου.
β) Χρησιμοποίηση υγιεινών υποστρωμάτων στα σπορεία.
γ) Η προσθήκη οργανικών λιπασμάτων στο έδαφος μειώνει σημαντικά τις προσβολές.
δ) Αποφυγή διατήρησης υγρής της επιφάνειας του εδάφους.
ε) Καταστροφή των άρρωστων φυτών
στ) Απομάκρυνση των φυτικών υπολειμμάτων στο τέλος της καλλιέργειας.
ζ) Ηλιοαπολύμανση
ή) Χημική καταπολέμηση.