Οι βακτηριακές ασθένειες της αγγουριάς προκαλούνται κυρίως από είδη των γενών Pseudomonas και Erwinia και οδηγούν σε κηλιδώσεις, σήψεις, μαράνσεις και καταρρεύσεις φυτών, ιδιαίτερα σε θερμές και υγρές συνθήκες.
Τα παθογόνα επιβιώνουν σε σπόρους, φυτικά υπολείμματα και εδάφη, ενώ η εξάπλωση ευνοείται από υγρασία, πληγές και έντομα-φορείς.

🔹 Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται το χειμώνα ή σε δροσερές περιόδους υψηλής υγρασίας.
🔹 Στα κατώτερα φύλλα εμφανίζονται υδαρείς χλωρωτικές κηλίδες που παραμένουν υγρές για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα στις πτυχωτές ή περιφερειακές περιοχές του ελάσματος.
🔹 Αρχικά, οι ιστοί στο κέντρο των κηλίδων είναι μαλακοί και η περιφέρεια χλωρωτική.
🔹 Αργότερα, η κεντρική περιοχή ξηραίνεται και η χλώρωση επεκτείνεται.
🔹 Οι κηλίδες συγχωνεύονται, σχηματίζοντας εκτεταμένα νεκρωτικά τμήματα στο φύλλο.
Επιδημιολογία:
🔹 Το παθογόνο ευνοείται από δροσερές (15-22°C) και υγρές συνθήκες, με συνεχή διαβροχή φύλλων.
🔹 Μεταδίδεται με σταγονίδια νερού, εργαλεία ή άμεση επαφή φυλλώματος.
🔹 Επιβιώνει σε υπολείμματα και μολυσμένο σπόρο.
Συνέπειες:
🔹 Η εκτεταμένη φυλλόπτωση μειώνει τη φωτοσυνθετική ικανότητα και οδηγεί σε πρόωρη ωρίμανση και υποβάθμιση παραγωγής.
🔹 Προσβάλλονται φύλλα, μίσχοι, στελέχη και καρποί.
🔹 Στα φύλλα εμφανίζονται σκούρες πράσινες, υδαρείς κηλίδες, που αργότερα γίνονται χλωρωτικές και παίρνουν γωνιώδες σχήμα, επειδή περιορίζονται από τα νεύρα.
🔹 Οι περιοχές αυτές νεκρώνονται και αποξηραίνονται, αφήνοντας τρύπες στο έλασμα.
🔹 Στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, σε υγρές συνθήκες, παρατηρούνται λευκά, ιριδίζοντα σταγονίδια βακτηριακής εξίδρωσης, που όταν ξηραίνονται σχηματίζουν λευκή, γυαλιστερή κρούστα.
🔹 Στους μίσχους και βλαστούς οι βλάβες είναι μικρές, στρογγυλές, ελαιώδεις, ενώ στους καρπούς εμφανίζονται μικρές, βυθισμένες, υδαρείς κηλίδες.
🔹 Η προσβολή νεαρών καρπών μπορεί να προκαλέσει καρπόπτωση ή παραμορφώσεις.
🔹 Σε σοβαρές προσβολές, οι κορυφές των φυτών μολύνονται διασυστηματικά, γίνονται υδαρείς, κίτρινες και παύουν να αναπτύσσονται.
Επιδημιολογία:
🔹 Μεταδίδεται κυρίως με τον σπόρο και δευτερευόντως με σταγονίδια βροχής ή ποτίσματος.
🔹 Ευνοείται από υψηλή υγρασία (>85%) και θερμοκρασίες 22-28°C.
🔹 Οι πληγές και τα φυσικά ανοίγματα διευκολύνουν τη μόλυνση.
🔹 Επιβιώνει για μεγάλο διάστημα σε σπόρους και φυτικά υπολείμματα.
Διαφορική διάγνωση:
🔹 Διαφέρει από μυκητολογικές κηλιδώσεις (π.χ. Alternaria) επειδή οι κηλίδες είναι υδαρείς, γωνιώδεις και παράγουν εξίδρωμα.
🔹 Αρχικά εμφανίζεται σήψη στο στέλεχος, με κιτρίνισμα και μάρανση των φύλλων.
🔹 Παρατηρείται καστανός μεταχρωματισμός των αγγείων κοντά στο σημείο προσβολής.
🔹 Η μολυσμένη περιοχή εμφανίζει έλκος, από το οποίο εκρέει πυκνό, δύσοσμο, ιξώδες υγρό.
🔹 Σε πολύ υγρές συνθήκες θερμοκηπίου, η σήψη επεκτείνεται κατά μήκος του στελέχους, οδηγώντας σε νέκρωση ολόκληρου του φυτού.
Επιδημιολογία:
🔹 Ο μύκητας είναι παθογόνος πληγών και εισέρχεται μέσω τραυματισμών, τομών ή ρωγμών.
🔹 Ευνοείται από υψηλή θερμοκρασία (25-30°C) και υγρασία >90%.
🔹 Μεταδίδεται με νερό, εργαλεία, έντομα και επαφή μολυσμένων φυτών.
🔹 Εμφανίζονται αρχικά σκουροπράσινες, υδαρείς περιοχές στα φύλλα, που μαραίνονται γρήγορα.
🔹 Μέσα σε 1-2 ημέρες, η μάρανση επεκτείνεται σε όλο τον βλαστό, προκαλώντας πλήρη κατάρρευση του φυτού.
🔹 Τα φύλλα ξεραίνονται χωρίς να πέφτουν.
🔹 Το βακτήριο μετακινείται μέσω των αγγείων του ξύλου και φράζει το αγγειακό σύστημα.
🔹 Με κάθετη τομή στο μολυσμένο βλαστό και ένωση των δύο τμημάτων, φαίνεται λευκόρροο, ιξώδες έκκριμα που σχηματίζει νηματοειδή “κλωστή” όταν απομακρυνθούν τα κομμάτια.
🔹 Αν τοποθετηθεί σε ποτήρι με νερό, εμφανίζεται λευκή γαλακτώδης έκκριση μετά από λίγα λεπτά - χαρακτηριστική διαγνωστική δοκιμή.
Επιδημιολογία:
🔹 Μεταδίδεται αποκλειστικά μέσω εντόμων-φορέων, κυρίως σκαθαριών του γένους Acalymma και Diabrotica.
🔹 Δεν διατηρείται στο έδαφος, αλλά επιβιώνει μέσα στους φορείς κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
🔹 Ευνοείται από θερμές και υγρές συνθήκες (24-32°C).
Καλλιεργητικά μέτρα (κοινά για όλες τις βακτηριώσεις):
🔹 Καταστροφή υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
🔹 Απολύμανση εργαλείων μετά από κάθε χρήση.
🔹 Περιορισμός της υγρασίας (επαρκής αερισμός, αραιή φύτευση, ποτίσματα πρωινές ώρες).
🔹 Ισορροπημένη λίπανση - αποφυγή υπερβολικού αζώτου.
🔹 Εξόντωση εντόμων-φορέων (ιδίως σκαθαριών).
🔹 Απομάκρυνση και καταστροφή ασθενών φυτών.
🔹 Απολύμανση σπόρων (π.χ. με θερμό νερό ή υποχλωριώδες νάτριο).
🔹 Αποφυγή καλλιεργειών σε ίδια χωράφια επί 2-3 έτη.
Προληπτική χημική προστασία:
🔹 Δεν υπάρχουν πλήρως θεραπευτικά βακτηριοκτόνα∙ εφαρμόζονται προληπτικοί ψεκασμοί με χαλκούχα σκευάσματα ή βιολογικά εκχυλίσματα (π.χ. Bacillus subtilis, B. amyloliquefaciens).
🔹 Εφαρμογή μετά από βροχή ή πότισμα με διαβροχή.
🔹 Επαναλήψεις ανά 7-10 ημέρες όταν επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες.
Τα παθογόνα επιβιώνουν σε σπόρους, φυτικά υπολείμματα και εδάφη, ενώ η εξάπλωση ευνοείται από υγρασία, πληγές και έντομα-φορείς.

Βακτηριακή κηλίδωση - Pseudomonas viridiflava
Συμπτώματα:🔹 Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται το χειμώνα ή σε δροσερές περιόδους υψηλής υγρασίας.
🔹 Στα κατώτερα φύλλα εμφανίζονται υδαρείς χλωρωτικές κηλίδες που παραμένουν υγρές για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα στις πτυχωτές ή περιφερειακές περιοχές του ελάσματος.
🔹 Αρχικά, οι ιστοί στο κέντρο των κηλίδων είναι μαλακοί και η περιφέρεια χλωρωτική.
🔹 Αργότερα, η κεντρική περιοχή ξηραίνεται και η χλώρωση επεκτείνεται.
🔹 Οι κηλίδες συγχωνεύονται, σχηματίζοντας εκτεταμένα νεκρωτικά τμήματα στο φύλλο.
Επιδημιολογία:
🔹 Το παθογόνο ευνοείται από δροσερές (15-22°C) και υγρές συνθήκες, με συνεχή διαβροχή φύλλων.
🔹 Μεταδίδεται με σταγονίδια νερού, εργαλεία ή άμεση επαφή φυλλώματος.
🔹 Επιβιώνει σε υπολείμματα και μολυσμένο σπόρο.
Συνέπειες:
🔹 Η εκτεταμένη φυλλόπτωση μειώνει τη φωτοσυνθετική ικανότητα και οδηγεί σε πρόωρη ωρίμανση και υποβάθμιση παραγωγής.
Γωνιώδης κηλίδωση - Pseudomonas syringae pv. lachrymans
Συμπτώματα:🔹 Προσβάλλονται φύλλα, μίσχοι, στελέχη και καρποί.
🔹 Στα φύλλα εμφανίζονται σκούρες πράσινες, υδαρείς κηλίδες, που αργότερα γίνονται χλωρωτικές και παίρνουν γωνιώδες σχήμα, επειδή περιορίζονται από τα νεύρα.
🔹 Οι περιοχές αυτές νεκρώνονται και αποξηραίνονται, αφήνοντας τρύπες στο έλασμα.
🔹 Στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, σε υγρές συνθήκες, παρατηρούνται λευκά, ιριδίζοντα σταγονίδια βακτηριακής εξίδρωσης, που όταν ξηραίνονται σχηματίζουν λευκή, γυαλιστερή κρούστα.
🔹 Στους μίσχους και βλαστούς οι βλάβες είναι μικρές, στρογγυλές, ελαιώδεις, ενώ στους καρπούς εμφανίζονται μικρές, βυθισμένες, υδαρείς κηλίδες.
🔹 Η προσβολή νεαρών καρπών μπορεί να προκαλέσει καρπόπτωση ή παραμορφώσεις.
🔹 Σε σοβαρές προσβολές, οι κορυφές των φυτών μολύνονται διασυστηματικά, γίνονται υδαρείς, κίτρινες και παύουν να αναπτύσσονται.
Επιδημιολογία:
🔹 Μεταδίδεται κυρίως με τον σπόρο και δευτερευόντως με σταγονίδια βροχής ή ποτίσματος.
🔹 Ευνοείται από υψηλή υγρασία (>85%) και θερμοκρασίες 22-28°C.
🔹 Οι πληγές και τα φυσικά ανοίγματα διευκολύνουν τη μόλυνση.
🔹 Επιβιώνει για μεγάλο διάστημα σε σπόρους και φυτικά υπολείμματα.
Διαφορική διάγνωση:
🔹 Διαφέρει από μυκητολογικές κηλιδώσεις (π.χ. Alternaria) επειδή οι κηλίδες είναι υδαρείς, γωνιώδεις και παράγουν εξίδρωμα.
Βακτηριακή σήψη στελέχους - Erwinia carotovora subsp. carotovora (σήμερα Pectobacterium carotovorum subsp. carotovorum)
Συμπτώματα:🔹 Αρχικά εμφανίζεται σήψη στο στέλεχος, με κιτρίνισμα και μάρανση των φύλλων.
🔹 Παρατηρείται καστανός μεταχρωματισμός των αγγείων κοντά στο σημείο προσβολής.
🔹 Η μολυσμένη περιοχή εμφανίζει έλκος, από το οποίο εκρέει πυκνό, δύσοσμο, ιξώδες υγρό.
🔹 Σε πολύ υγρές συνθήκες θερμοκηπίου, η σήψη επεκτείνεται κατά μήκος του στελέχους, οδηγώντας σε νέκρωση ολόκληρου του φυτού.
Επιδημιολογία:
🔹 Ο μύκητας είναι παθογόνος πληγών και εισέρχεται μέσω τραυματισμών, τομών ή ρωγμών.
🔹 Ευνοείται από υψηλή θερμοκρασία (25-30°C) και υγρασία >90%.
🔹 Μεταδίδεται με νερό, εργαλεία, έντομα και επαφή μολυσμένων φυτών.
Βακτηριακή μάρανση - Erwinia tracheiphila
Συμπτώματα:🔹 Εμφανίζονται αρχικά σκουροπράσινες, υδαρείς περιοχές στα φύλλα, που μαραίνονται γρήγορα.
🔹 Μέσα σε 1-2 ημέρες, η μάρανση επεκτείνεται σε όλο τον βλαστό, προκαλώντας πλήρη κατάρρευση του φυτού.
🔹 Τα φύλλα ξεραίνονται χωρίς να πέφτουν.
🔹 Το βακτήριο μετακινείται μέσω των αγγείων του ξύλου και φράζει το αγγειακό σύστημα.
🔹 Με κάθετη τομή στο μολυσμένο βλαστό και ένωση των δύο τμημάτων, φαίνεται λευκόρροο, ιξώδες έκκριμα που σχηματίζει νηματοειδή “κλωστή” όταν απομακρυνθούν τα κομμάτια.
🔹 Αν τοποθετηθεί σε ποτήρι με νερό, εμφανίζεται λευκή γαλακτώδης έκκριση μετά από λίγα λεπτά - χαρακτηριστική διαγνωστική δοκιμή.
Επιδημιολογία:
🔹 Μεταδίδεται αποκλειστικά μέσω εντόμων-φορέων, κυρίως σκαθαριών του γένους Acalymma και Diabrotica.
🔹 Δεν διατηρείται στο έδαφος, αλλά επιβιώνει μέσα στους φορείς κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
🔹 Ευνοείται από θερμές και υγρές συνθήκες (24-32°C).
| Παράμετρος | Ευνοϊκές συνθήκες για βακτήρια |
|---|---|
| Θερμοκρασία | 22-30°C |
| Σχετική υγρασία | > 85% |
| Διαβροχή φύλλων | > 6 ώρες συνεχούς υγρασίας |
| Παρουσία πληγών | Απαραίτητη για Erwinia spp. |
| Παρουσία εντόμων | Απαραίτητη για E. tracheiphila |
Καλλιεργητικά μέτρα (κοινά για όλες τις βακτηριώσεις):
🔹 Καταστροφή υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας.
🔹 Απολύμανση εργαλείων μετά από κάθε χρήση.
🔹 Περιορισμός της υγρασίας (επαρκής αερισμός, αραιή φύτευση, ποτίσματα πρωινές ώρες).
🔹 Ισορροπημένη λίπανση - αποφυγή υπερβολικού αζώτου.
🔹 Εξόντωση εντόμων-φορέων (ιδίως σκαθαριών).
🔹 Απομάκρυνση και καταστροφή ασθενών φυτών.
🔹 Απολύμανση σπόρων (π.χ. με θερμό νερό ή υποχλωριώδες νάτριο).
🔹 Αποφυγή καλλιεργειών σε ίδια χωράφια επί 2-3 έτη.
Προληπτική χημική προστασία:
🔹 Δεν υπάρχουν πλήρως θεραπευτικά βακτηριοκτόνα∙ εφαρμόζονται προληπτικοί ψεκασμοί με χαλκούχα σκευάσματα ή βιολογικά εκχυλίσματα (π.χ. Bacillus subtilis, B. amyloliquefaciens).
🔹 Εφαρμογή μετά από βροχή ή πότισμα με διαβροχή.
🔹 Επαναλήψεις ανά 7-10 ημέρες όταν επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες.








Βακτηριακές προσβολές - ΑΓΓΟΥΡΙ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ

