
Ο μύκητας Botrytis cinerea είναι ασκομύκητας της οικογένειας Sclerotiniaceae, γνωστός διεθνώς ως “γκρίζα μούχλα” (gray mold).
Είναι πολυξενικός παθογόνος οργανισμός, προσβάλλοντας πάνω από 200 φυτικά είδη — κυρίως φυλλώδεις καλλιέργειες, ανθοκομικά, αμπέλι και καρποφόρα δέντρα.
Στην καρυδιά εντοπίζεται δευτερογενώς, συνήθως σε συνθήκες υπερβολικής υγρασίας, σε άνθη, νεαρούς καρπούς ή τραυματισμένους ιστούς.
Συμπτώματα:
🔹 Άνθη και νεαροί καρποί
🔸 Κατά την άνθηση, ο μύκητας μπορεί να εγκατασταθεί σε υγρά άνθη ή σε καρπόδεση, προκαλώντας μικρές καστανές ή γκριζόμαυρες νεκρωτικές περιοχές.
🔸 Οι προσβεβλημένοι ιστοί μαλακώνουν, καταρρέουν και καλύπτονται από γκριζωπή εξάνθηση — χαρακτηριστικό μυκήλιο και κονιδιοφόροι του Botrytis.
🔸 Σε περιόδους συνεχών βροχοπτώσεων ή υψηλής υγρασίας, η ασθένεια μπορεί να εξαπλωθεί σε ολόκληρη ταξιανθία, οδηγώντας σε αποτυχία καρπόδεσης.
🔹 Φύλλα
🔸 Σε σπάνιες περιπτώσεις, κυρίως σε νεαρά δέντρα, εμφανίζονται κηλίδες υδαρής υφής που αργότερα καλύπτονται από γκρι μούχλα.
🔸 Οι βλάβες αυτές συνήθως παραμένουν επιφανειακές.
🔹 Καρποί σε ανάπτυξη ή συγκομιδή
🔸 Προσβάλλει τραυματισμένους ή σκισμένους καρπούς, ιδιαίτερα αν υπάρχει υγρασία και μηχανική ζημιά στο περικάρπιο.
🔸 Η επιφάνεια γίνεται μαλακή, καστανή, βελούδινη και επικαλύπτεται με γκριζωπό μυκήλιο.
🔸 Η Botrytis συχνά αναπτύσσεται επάνω σε ήδη προσβεβλημένα από Xanthomonas ή Alternaria περικάρπια, δρώντας ως δευτερογενής αποικιστής.
🔸 Κατά την αποθήκευση, μπορεί να προκαλέσει σήψη ή μαλάκωμα καρυδιών με υψηλή υγρασία.
Συνθήκες ανάπτυξης:
🔹 Η Botrytis cinerea είναι υγρόφιλος και ψυχρόφιλος μύκητας· αναπτύσσεται γρήγορα σε δροσερό, υγρό περιβάλλον.
🔹 Θερμοκρασία ανάπτυξης: 15–22 °C (όρια 5–28 °C)
🔹 Σχετική υγρασία > 93 %
🔹 Νερό: Απαραίτητο για βλάστηση κονιδίων
🔹 Διασπορά: Με άνεμο, βροχή, έντομα, εργαλεία
🔹 Επιβίωση: Ως σκληρώτια ή κονίδια σε υπολείμματα και φλοιό
🔹 Η μόλυνση συμβαίνει όταν υπάρχουν σταγόνες νερού πάνω σε ευπαθείς ιστούς για > 8 ώρες.
🔹 Συχνά η μόλυνση γίνεται μετά από τραυματισμό ή προσβολή από άλλα παθογόνα.
Βιολογία:
🔹 Ο μύκητας σχηματίζει σκληρώτια (μαύρα, ανθεκτικά σώματα) που επιβιώνουν στο έδαφος και στα υπολείμματα.
🔹 Τα κονίδια είναι το κύριο μολύσμα: βλαστάνουν γρήγορα παρουσία νερού.
🔹 Μπορεί να εγκατασταθεί λανθάνων και να ενεργοποιηθεί όταν επικρατήσουν ευνοϊκές συνθήκες.
🔹 Παράγει ένζυμα (π.χ. πηκτινάσες, κυτταρινάσες) που προκαλούν μαλάκωμα και αποδόμηση των ιστών.
Παράγοντες που προδιαθέτουν την προσβολή:
🔹 Παρατεταμένες βροχοπτώσεις ή πρωινές ομίχλες.
🔹 Πυκνή κόμη χωρίς καλό αερισμό.
🔹 Μηχανικοί τραυματισμοί κατά την καλλιέργεια ή συγκομιδή.
🔹 Συνύπαρξη με Xanthomonas ή Alternaria (πύλες εισόδου).
🔹 Αποθήκευση καρπών με υψηλή υγρασία και κακό εξαερισμό.
Καλλιεργητικά μέτρα για αντιμετώπιση:
🔹 Αποφυγή υπερβολικής υγρασίας στο δενδροκομείο (σωστή αποστράγγιση, καλή κυκλοφορία αέρα).
🔹 Απομάκρυνση και καταστροφή προσβεβλημένων καρπών, φύλλων και υπολειμμάτων μετά τη συγκομιδή.
🔹 Κατάλληλο κλάδεμα για αερισμό της κόμης.
🔹 Προσεκτικός χειρισμός κατά τη συγκομιδή για αποφυγή τραυματισμών.
🔹 Αποθήκευση καρπών σε χαμηλή υγρασία (< 70 %) και θερμοκρασίες κάτω από 5 °C.
Χημική προστασία:
🔹 Ψεκασμοί σε περιόδους υψηλού κινδύνου με μυκητοκτόνα επαφής ή διεισδυτικά όπου επιτρέπεται.
🔹 Εναλλαγή δραστικών ουσιών για αποφυγή ανθεκτικότητας.
Βιολογική προσέγγιση:
🔹 Χρήση φωσφονικών ή βιοδιεγερτών για ενίσχυση άμυνας των ιστών.
🔹 Εφαρμογή Trichoderma spp. ή Bacillus subtilis σε περιβάλλοντα υψηλού κινδύνου.
🔹 Χρήση εκχυλισμάτων φυτών (θυμάρι, ρίγανη, σκόρδο) που αναστέλλουν τη σπορογένεση.
Είναι πολυξενικός παθογόνος οργανισμός, προσβάλλοντας πάνω από 200 φυτικά είδη — κυρίως φυλλώδεις καλλιέργειες, ανθοκομικά, αμπέλι και καρποφόρα δέντρα.
Στην καρυδιά εντοπίζεται δευτερογενώς, συνήθως σε συνθήκες υπερβολικής υγρασίας, σε άνθη, νεαρούς καρπούς ή τραυματισμένους ιστούς.
Συμπτώματα:
🔹 Άνθη και νεαροί καρποί
🔸 Κατά την άνθηση, ο μύκητας μπορεί να εγκατασταθεί σε υγρά άνθη ή σε καρπόδεση, προκαλώντας μικρές καστανές ή γκριζόμαυρες νεκρωτικές περιοχές.
🔸 Οι προσβεβλημένοι ιστοί μαλακώνουν, καταρρέουν και καλύπτονται από γκριζωπή εξάνθηση — χαρακτηριστικό μυκήλιο και κονιδιοφόροι του Botrytis.
🔸 Σε περιόδους συνεχών βροχοπτώσεων ή υψηλής υγρασίας, η ασθένεια μπορεί να εξαπλωθεί σε ολόκληρη ταξιανθία, οδηγώντας σε αποτυχία καρπόδεσης.
🔹 Φύλλα
🔸 Σε σπάνιες περιπτώσεις, κυρίως σε νεαρά δέντρα, εμφανίζονται κηλίδες υδαρής υφής που αργότερα καλύπτονται από γκρι μούχλα.
🔸 Οι βλάβες αυτές συνήθως παραμένουν επιφανειακές.
🔹 Καρποί σε ανάπτυξη ή συγκομιδή
🔸 Προσβάλλει τραυματισμένους ή σκισμένους καρπούς, ιδιαίτερα αν υπάρχει υγρασία και μηχανική ζημιά στο περικάρπιο.
🔸 Η επιφάνεια γίνεται μαλακή, καστανή, βελούδινη και επικαλύπτεται με γκριζωπό μυκήλιο.
🔸 Η Botrytis συχνά αναπτύσσεται επάνω σε ήδη προσβεβλημένα από Xanthomonas ή Alternaria περικάρπια, δρώντας ως δευτερογενής αποικιστής.
🔸 Κατά την αποθήκευση, μπορεί να προκαλέσει σήψη ή μαλάκωμα καρυδιών με υψηλή υγρασία.
Συνθήκες ανάπτυξης:
🔹 Η Botrytis cinerea είναι υγρόφιλος και ψυχρόφιλος μύκητας· αναπτύσσεται γρήγορα σε δροσερό, υγρό περιβάλλον.
🔹 Θερμοκρασία ανάπτυξης: 15–22 °C (όρια 5–28 °C)
🔹 Σχετική υγρασία > 93 %
🔹 Νερό: Απαραίτητο για βλάστηση κονιδίων
🔹 Διασπορά: Με άνεμο, βροχή, έντομα, εργαλεία
🔹 Επιβίωση: Ως σκληρώτια ή κονίδια σε υπολείμματα και φλοιό
🔹 Η μόλυνση συμβαίνει όταν υπάρχουν σταγόνες νερού πάνω σε ευπαθείς ιστούς για > 8 ώρες.
🔹 Συχνά η μόλυνση γίνεται μετά από τραυματισμό ή προσβολή από άλλα παθογόνα.
Βιολογία:
🔹 Ο μύκητας σχηματίζει σκληρώτια (μαύρα, ανθεκτικά σώματα) που επιβιώνουν στο έδαφος και στα υπολείμματα.
🔹 Τα κονίδια είναι το κύριο μολύσμα: βλαστάνουν γρήγορα παρουσία νερού.
🔹 Μπορεί να εγκατασταθεί λανθάνων και να ενεργοποιηθεί όταν επικρατήσουν ευνοϊκές συνθήκες.
🔹 Παράγει ένζυμα (π.χ. πηκτινάσες, κυτταρινάσες) που προκαλούν μαλάκωμα και αποδόμηση των ιστών.
Παράγοντες που προδιαθέτουν την προσβολή:
🔹 Παρατεταμένες βροχοπτώσεις ή πρωινές ομίχλες.
🔹 Πυκνή κόμη χωρίς καλό αερισμό.
🔹 Μηχανικοί τραυματισμοί κατά την καλλιέργεια ή συγκομιδή.
🔹 Συνύπαρξη με Xanthomonas ή Alternaria (πύλες εισόδου).
🔹 Αποθήκευση καρπών με υψηλή υγρασία και κακό εξαερισμό.
Καλλιεργητικά μέτρα για αντιμετώπιση:
🔹 Αποφυγή υπερβολικής υγρασίας στο δενδροκομείο (σωστή αποστράγγιση, καλή κυκλοφορία αέρα).
🔹 Απομάκρυνση και καταστροφή προσβεβλημένων καρπών, φύλλων και υπολειμμάτων μετά τη συγκομιδή.
🔹 Κατάλληλο κλάδεμα για αερισμό της κόμης.
🔹 Προσεκτικός χειρισμός κατά τη συγκομιδή για αποφυγή τραυματισμών.
🔹 Αποθήκευση καρπών σε χαμηλή υγρασία (< 70 %) και θερμοκρασίες κάτω από 5 °C.
Χημική προστασία:
🔹 Ψεκασμοί σε περιόδους υψηλού κινδύνου με μυκητοκτόνα επαφής ή διεισδυτικά όπου επιτρέπεται.
🔹 Εναλλαγή δραστικών ουσιών για αποφυγή ανθεκτικότητας.
Βιολογική προσέγγιση:
🔹 Χρήση φωσφονικών ή βιοδιεγερτών για ενίσχυση άμυνας των ιστών.
🔹 Εφαρμογή Trichoderma spp. ή Bacillus subtilis σε περιβάλλοντα υψηλού κινδύνου.
🔹 Χρήση εκχυλισμάτων φυτών (θυμάρι, ρίγανη, σκόρδο) που αναστέλλουν τη σπορογένεση.
Εμφάνιση περισσότερων για το παθογόνο








Βοτρύτης (Τεφρά σήψη) - ΚΑΡΥΔΙΑ
